- τυρφώδης
- ης, ωδές торфянистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυρφώδης — ες, Ν 1. όμοιος με τύρφη 2. αυτός που περιέχει τύρφη ή που αποτελείται από τύρφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλεϋ] … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek